14 Ι NIGHTHAWKS
Ο πίνακας του Edward Hopper ‘Nighthawks’ ανήκει στο ύστερο έργο του Hopper, που , στο σύνολό του, υπαινίσσεται ότι οι σκηνές που παρουσιάζει μπορεί να έχουν εξίσου για σκηνικό το βασίλειο της Φύσης ή του Πολιτισμού. Το έργο ‘Nighthawks’ επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Το γυάλινο κουβούκλιο του bar είναι ένας κλειστός χώρος μέσα στο χώρο, ερμητικά απομονωμένος από τους ανθρώπους της πόλης, ενώ το bar προσφέρει το μοναδικό φωτισμό σε μια πόλη που κοιμάται. Ο Hopper υποστήριζε πως είχε ίσως ‘ασυνείδητα ζωγραφίσει τη μοναξιά μιας μεγάλης πόλης’, αλλά είχε τονίσει και την απλότητα της σύνθεσης, λέγοντας ότι δεν έδειχνε τίποτα άλλο από ‘ένα εστιατόριο στην Greenwich Avenue, εκεί όπου συναντώνται δύο δρόμοι’.
Ασφαλώς αυτή η δήλωση δεν αποδίδει πλήρως την απήχηση της ζωγραφικής του, η οποία δεν είναι –ή, καλύτερα, δεν είναι μόνο- μια περιγραφή χαμένων ψευδαισθήσεων. Η ψυχολογική ένταση πηγαίνει πιο βαθιά. Απέναντι στην ερήμωση των πόλεων και τη μοναξιά του τρίτου πελάτη του bar, ο Hopper έχει τοποθετήσει τη ‘συντροφικότητα’ ενός ζευγαριού. Αυτή είναι και η πηγή της ψυχολογικής απήχησης του πίνακα, ο οποίος είναι πρωταρχικά η οθόνη στην οποία προβάλλονται κάθε είδους φαντασιώσεις.
Το σύστημα σημείων που εγκαθιδρύει στη ζωγραφική του, όχι μόνο αποκωδικοποιεί ρεαλιστικά στοιχεία και συμβολικές σχέσεις, αλλά δημιουργεί νέα συμφραζόμενα, μια δεύτερη επιφάνεια, μια εντύπωση που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Για τον Hopper, όλη η ζωγραφική υπόκειται σε αυτό το νόμο του μετασχηματισμού.
Θυμάμαι ακόμα τη μέρα, στο δεύτερο έτος της αρχιτεκτονικής, που ο καθηγητής [ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς, οφείλω να το αναγνωρίσω] , με ρώτησε, γεμάτος απορία με τα σχέδια που του πήγαινα, ‘ποιος είναι ο αγαπημένος μου ζωγράφος’.
‘Ο Edward Hopper’, απάντησα, λες και δεν με είχε γοητεύσει ποτέ κανένας άλλος.
‘Θέλω να μου πεις γιατί’, επέμενε ο καθηγητής, σε μια προσπάθεια ενδοσκόπησης ενός αρχιτέκτονα μάλλον αψυχολόγητου.
Απάντησα με όλο το θάρρος της ηλικίας μου :
Έξαλλος ο καθηγητής μου, που είχα το θράσος να αποκαλέσω ‘κακό ζωγράφο’ τον Hopper.
Την απάντηση την είχα μέσα μου, ζυμωμένη από καιρό :
‘Κύριε καθηγητά, αν ήταν καλύτερος, ίσως να μην ήταν τόσο μεγάλος καλλιτέχνης…’.
Εκείνη τη χρονιά, δεν χρειάστηκε καν να παραδώσω την εργασία εξαμήνου στο μάθημά του. Μου έβαλε άριστα, επειδή είχα το θάρρος να αγαπάω τόσο τη ζωγραφική του Hopper, ώστε να βρίσκω το θράσος να τον υποστηρίζω, απομυθοποιώντας τον. Τουλάχιστον, έτσι μου είπε.